εξάτροχος

εξάτροχος
-η, -ο
1. που έχει έξι τροχούς, που κινείται με έξι τροχούς.
2. το ουδ. ως ουσ., εξάτροχο (ενν. όχημα), όχημα με έξι τροχούς (πρβλ. δίτροχο, τετράτροχο).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξάτροχος — η, ο αυτός που έχει έξι τροχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. ἑξάγραμμα) + τροχός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”